- ακτινολόγος
- ο, ηγιατρός ειδικός στις ακτινογραφίες και στην ακτινοθεραπεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακτινολόγος — ο, η ο γιατρός που έχει την ειδικότητα τής ακτινολογίας, που ασχολείται δηλ. με την ακτινοδιαγνωστική ή την ακτινοθεραπευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινολογία, πρβλ. αγγλ. radiologist] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ακτινοσκόπος — ο, η γιατρός που εκτελεί ακτινοσκοπήσεις, ακτινολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + σκόπος < σκοπός, σκοποῦμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοσκοπώ] … Dictionary of Greek
ραδιοσκόπος — ο, η, Ν ιατρ. ακτινοσκόπος, ακτινολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radioscope (< λατ. radius «ακτίνα» + σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι)] … Dictionary of Greek
Ρέινμπεργκ, Σαμουήλ Αρόνοβιτς — (1897 – 1966). Σοβιετικός ακτινολόγος. Καθηγητής και διδάκτορας των ιατρικών επιστημών. Αποφοίτησε από το Ιατρικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ (1921). Υπήρξε οργανωτής της πρώτης στον κόσμο έδρας παιδικής ακτινολογίας, στο Παιδιατρικό Ινστιτούτο… … Dictionary of Greek